- δημιουργημάτων
- δημιούργημαa work of artneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek
γένεση — η (AM γένεσις) 1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός 2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης αρχ. μσν. εποχή, γενιά νεοελλ. 1. η αναπαραγωγή* 2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη μσν.… … Dictionary of Greek
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek
κτισματολατρία — η (Α κτισματολατρεία) [κτισματολάτρης] η λατρεία τών δημιουργημάτων αντί τού δημιουργού τους, ειδωλολατρία … Dictionary of Greek
τεχνουργία — η, ΝΜΑ [τεχνουργός] τεχνούργημα νεοελλ. η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων … Dictionary of Greek
τεχνουργικός — ή, ό / τεχνουργικός, ή, όν, [τεχνουργός] κατασκευασμένος με τέχνη, έντεχνος νεοελλ. ο σχετικός με την κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων. επίρρ... τεχνουργικώς / τεχνουργικῶς ΝΑ εντέχνως, με τέχνη … Dictionary of Greek
υπερβατικότητα — η, Ν [υπερβατικός] 1. η ιδιότητα τού υπερβατικού 2. (φιλοσ.) α) η ύπαρξη τών υπερβατικών πραγματικοτήτων β) θεολογική θεωρία κατά την οποία ο θεός δεν υπάρχει μέσα στον κόσμο ως ζωική αρχή που εμψυχώνει κάθε ον, αλλά βρίσκεται απέναντι ή υπεράνω… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… … Dictionary of Greek